- παραφορον
- παράφορονπαρά-φορονadv.1) пошатываясь, нетвердыми шагами
(βαδίζειν Luc.)
2) блуждающими глазами, безумно(δεδορκώς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βαδίζειν Luc.)
(δεδορκώς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράφορον — borne aside neut nom/voc/acc sg παράφορος borne aside masc/fem acc sg παράφορος borne aside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφόροις — παράφορον borne aside neut dat pl παράφορος borne aside masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφόρου — παράφορον borne aside neut gen sg παράφορος borne aside masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφόρων — παράφορον borne aside neut gen pl παράφορος borne aside masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφόρῳ — παράφορον borne aside neut dat sg παράφορος borne aside masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek
παραφόρωι — παραφόρῳ , παράφορον borne aside neut dat sg παραφόρῳ , παράφορος borne aside masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)